Saturday, May 19, 2012

Το super market κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου


Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και κατά πόσο η χώρα θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα με το παραδοσιακό της νόμισμα, την δραχμή. Αρκετοί από μας που ανησυχούμε για το μέλλον, έχουμε “παίξει” σενάρια στο κεφάλι μας για το πως θα ήταν η ζωή μας αν γινόταν αυτό πραγματικότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η δική μου σκέψη με ταξιδεύει στο super market κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου. Κι επειδή το σκέφτομαι πολύ τον τελευταίο καιρό, είπα να μοιραστώ αυτές τις μνήμες μαζί σας.

Τα Χριστούγεννα του 1984, στην τρυφερή ηλικία των 10 ετών, οι γονείς μου με ταξιδέψανε για πρώτη φορά στην Γαλλία, την χώρα καταγωγής της μητέρας μου. Δεν είμαι σίγουρος δηλαδή αν ήταν όντως η πρώτη φορά, αλλά σίγουρα ήταν η πρώτη φορά που ήμουν αρκετά μεγάλος για να θυμάμαι με λεπτομέρειες το ταξίδι. Η εμπειρία εκείνη μου έχει αποτυπωθεί στο μυαλό για πάντα, κυρίως γιατί η Γαλλία ήταν ένα πολύ διαφορετικό μέρος από την Ελλάδα που είχα συνηθίσει μέχρι τότε.

Σε κάθε σπίτι που επισκεφθήκαμε, δίπλα από το τηλέφωνο υπήρχε ένας μικροσκοπικός υπολογιστής. Τον εγκαθιστούσε δωρεάν η γαλλική τηλεφωνική εταιρία και ονομαζόταν minitel. Με αυτό το μηχάνημα μπορούσες να δεις τον καιρό, να κλείσεις εισιτήρια, να παίξεις παιχνίδια και άλλες υπηρεσίες, ορισμένες επί πληρωμή. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πως κάθε σπίτι είχε ένα minitel, όταν πίσω στην Ελλάδα υπολογιστή (πόσο μάλλον modem) είχαν κυριολεκτικά ελάχιστοι. Εκείνες τις εποχές συνήθως περιμέναμε τους θείους μας που ήταν ναυτικοί, να ξεμπαρκάρουν και να μας φέρουν παιχνίδια και άλλα μαγικά μηχανήματα που πουλάγανε (φθηνά) στη Σιγκαπούρη.

Αυτό όμως που θυμάμαι πιο έντονα απ' όλα, ήταν το super market κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου. Είχε ένα άγνωστο για μένα τότε όνομα “Continent” και ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Τα ταμεία του απλωνόντουσαν όσο έπιανε το μάτι σου, και μέσα πουλάγανε τα πιο απίστευτα πράγματα: Χαλιά, λάστιχα αυτοκινήτων, ρούχα, πλυντήρια, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τηλεοράσεις και στερεοφωνικά. Στον εξωτερικό χώρο του καταστήματος είχε άλλα περιφερειακά μαγαζιά, κομμωτήριο, εστιατόριο (με ηλεκτρονικά παιχνίδια και φλιπεράκια!) και κατάστημα ψιλικών για τσιγάρα και εφημερίδες. Το παράξενο ήταν πως αυτό το μαγαζί δεν ήταν στο κέντρο του Παρισιού, αλλά σε ένα προάστιο της Lille, σαν να λέμε στην Καλαμαριά, έξω από την Θεσσαλονίκη.

Στην θέα όλων αυτών των πραγμάτων είχα μείνει άφωνος. Το νεαρό μυαλό μου αντιδρούσε σαν να είχα ουσιαστικά ταξιδέψει στο μέλλον. Ήταν η πρώτη φορά που έφυγα από super market τρώγοντας παγωτό τον μήνα Δεκέμβριο. Στην Ελλάδα το 1984 τα super market δεν ήταν καθόλου έτσι. Ήταν σαν πολυώροφα παντοπωλεία, και είχαν κατά βάση καθημερινά είδη σπιτιού: Απορρυπαντικά, χαρτικά, φαγώσιμα, μπύρες, αναψυκτικά και τίποτα άλλο. Κι όλα αυτά στην Αθήνα, όχι σε κανένα χωριό.

Χρόνια αργότερα είδα στην τηλεόραση την ταινία “Moscow on the Hudson” που αποτυπώνει ακριβώς πόσο άναυδος είχα μείνει. Στην ταινία αυτή, ο Robin Williams υποδύεται έναν σοβιετικό μουσικό που αυτομόλησε στις Η.Π.Α. Κάποια στιγμή η γυναίκα του τον στέλνει στο super market να πάρει καφέ. Συνηθισμένος από τις αγορές με δελτίο στη Σοβιετική Ένωση, ο Ρώσος πρόσφυγας αντικρίζει στο super market έναν ολόκληρο διάδρομο με διαφορετικές μάρκες από καφέδες και λιποθυμάει από την συγκίνηση.

Πέρασαν τα χρόνια και όντας μεγαλύτερος πλέον, έμαθα πως ανοίξανε τα Continent στην Ελλάδα στις αρχές τις δεκαετίας του '90 νομίζω. Είχε γίνει ντόρος τότε και πολλή διαφήμιση. Ο κόσμος πήγε κατά συρροή να δει αυτό το καινούριο κατάστημα, γιατί ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Όταν η κουβέντα τότε έφερνε τυχαία στο Continent, εγώ απλά χαμογελούσα με ύφος μιας και είχα την τύχη να πάω στο κατάστημα αυτό σχεδόν 10 χρόνια νωρίτερα. Δεν είχε βέβαια καμία σημασία αυτό, πέραν του ότι κάτι που έχεις δει ήδη πριν από καιρό, δεν σου κάνει τόση εντύπωση όσο κάνει σε κάποιον που το βλέπει πρώτη φορά.

Περάσαν κι άλλα χρόνια, η Ελλάδα εγκατέλειψε την δραχμή για το ευρώ, τα Continent μετονομάστηκαν σε Carrefour, κι εγώ έτυχε να ξαναπάω στην Γαλλία, αυτή τη φορά για να παραβρεθώ στον γάμο μιας ξαδέρφης μου. Ήταν το έτος 2002. Όταν πήγα να επισκεφθώ την γιαγιά μου, είχα μια μεγάλη περιέργεια να πάνω να δω εκείνο το super market που μου είχε κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση είκοσι χρόνια νωρίτερα. Η μάνα μου πρέπει να παραξενεύτηκε πολύ όταν στα καλά του καθουμένου επέμενα να πάω “για ψώνια”.

Ήταν ακόμα εκεί, το ίδιο σύμπλεγμα καταστημάτων, τα ίδια κτίρια, ο ίδιος αριθμός ταμείων. Η όψη του στα μάτια μου όμως δεν ήταν πια η ίδια, και δεν εννοώ μόνο την αλλαγή του ονόματος: Οι τοίχοι δεν μπορούσαν να κρύψουν τα σημάδια του χρόνου που είχε περάσει, και για κάποιο παράξενο λόγο το εσωτερικό δεν φαινόταν τόσο μεγάλο πια. Μου φαινόταν το ίδιο εντυπωσιακό όσο και... το Carrefour της λεωφόρου Καβάλας στο οποίο έτυχε να ψωνίσω μερικές φορές. Ήταν απλά άλλο ένα super market σαν όλα τα άλλα.

Ήταν ακριβώς όπως όταν μια μέρα άρχισα να δουλεύω σε μεγάλη οθόνη 20 ιντσών: Στην αρχή μου φαινόταν σαν να δούλευα σε αίθουσα κινηματογράφου και κάθε ματιά στην οθόνη ήταν ένα μικρό θαύμα. Μετά από καιρό όμως αυτή η εικοσάρα οθόνη ήταν το συνηθισμένο, το φυσιολογικό. Κι αν έπρεπε για κάποιο λόγο να γυρίσω στην παλιά μου οθόνη που ήταν μόνο 14 ίντσες θα έλεγα “Μα πως δούλευα τόσο καιρό με τόσο μικρή οθόνη; Πως την πάλευα;”

Στεκόμουν ακόμα έξω από το Carrefour του Wasquehal και σκεφτόμουν όλα αυτά τα χρόνια που είχαν περάσει. Πόσο μεγάλο άλμα είχε κάνει η Ελλάδα στο διάστημα αυτό, όταν η Γαλλία αναπτυσσόταν με τον “φυσιολογικό” ρυθμό. Και το σημαντικότερο: Πως δεν είχα καταλάβει ποτέ, δεν είχα καν υποψιαστεί το μέγεθος της αλλαγής. Με έναν τραγικό τρόπο επαλήθευα στον εαυτό μου τον νόμο της σχετικότητας: Η κίνηση (και η αλλαγή) είναι εμφανής μόνο στον στατικό παρατηρητή, όχι στον επιβάτη του οχήματος που κινείται.

Από τότε είμαι σίγουρος σε ποια Ελλάδα θέλω να ζήσω. Δεν χωράει καμία αμφιβολία στο μυαλό μου. Η σύγκριση είναι τόσο μοιραία όσο το να διαλέξω ανάμεσα στην παλιά και την καινούρια μου οθόνη. Σε μερικές ημέρες οι Έλληνες θα κληθούν (ουσιαστικά) να διαλέξουν κι εκείνοι σε ποια Ελλάδα θέλουν να ζουν. Εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου να συμφωνήσουν μαζί μου, και να ψηφίσουν κάποιους που να μας κρατήσουν επάξια, πάση θυσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιατί πολύ φοβάμαι πως αν δεν συμβεί αυτό, θα αναγκαστούμε, η οικογένειά μου κι εγώ, να γίνουμε πρόσφυγες, σαν τον φουκαρά τον σοβιετικό μουσικό.

2 comments:

  1. μεγειά το blog!

    όσο για το άρθρο
    δεν φτάνει να υπάρχουν τα αγαθά καλέ μου moT
    πρέπει και να μπορείς να αγοράζεις
    επίσης είσαι σίγουρος ότι όλα αυτά τα αγαθά είναι τόσο σημαντικά;
    μπορούμε να ζήσουμε και με λιγότερα πολύ καλύτερα αν έχουμε άλλα αγαθά μη υλικά...

    ReplyDelete
  2. Thoma είχα την τύχη να ζήσω τις ίδιες εμπειρίες όντας μικρός στην μακρινή Αυστραλία, και το άρθρο σου εκφράζει ακριβώς αυτά που σκέφτομαι όλο αυτό το διάστημα. Και ναι όλα αυτά τα αγαθά είναι σημαντικά, γιατί και το '70 και '80 που ήμασταν με λιγότερα, όπως λέει η Σοφία παραπάνω, δεν ζούσαμε και κατ'ανάγκην καλύτερα...

    ReplyDelete