Αγάπη
μου,
Πέρασαν
τόσα χρόνια από εκείνη τη μέρα που
πρωτογνωριστήκαμε, τη μέρα που έπιασα
το άβολο πλαστικό τιμόνι σου σφιχτά στα
χέρια μου, που σου ψιθύρισα πονηρά στην
κονσόλα οτι θα σε πάω εκεί που κανένας
άλλος δεν τόλμησε. Τόσο καιρό, περάσαμε
μαζί όλες τις χαρές και τις λύπες της
ζωής, τα μποτιλιαρίσματα εκείνων των
καυτών μεσημεριών του Αυγούστου, τις
νυσταγμένες επιστροφές τα ξημερώματα
από διασκέδαση και τα μεθύσια που κάναμε
μαζί, εγώ από τις μπόμπες στα κλαμπ κι
εσύ από τα νερωμένα οκτάνια που σου
έβαζα στο ρεζερβουάρ.
Μωρό
μου, μην κλαις και μην στεναχωριέσαι.
Μου λες πως θα ήμουν καλύτερα με κάποια
άλλη. Μα πως θα μπορούσα να ξεχάσω εκείνο
το φοβερό, λασπουδερό, γεμάτο σκόνη
χρώμα σου; Τον γλυκό ήχο που έκανες όταν
κοπάναγαν οι σταυροί του πίσω άξονα;
Τις αμέτρητες φορές που είχα περπατήσει
χιλιόμετρα με το μπετονάκι στο χέρι να
σου φέρω να πιεις βενζινούλα; Με πόσο
νάζι έσκουζες όταν δεν μπορούσες να
βάλεις την δευτέρα, και την χάρη με την
οποία μου πέταγες νεκρά από τρίτη λίγα
μέτρα μόνο πριν την στροφή; Τα ξέχασες
όλα αυτά; Θυμάσαι εκείνο το βράδυ της
Πρωτοχρονιάς που με άφησες από ηλεκτρικά
στη μέση της Κηφισίας; Πως μπορώ εγώ να
ξεχάσω όλα αυτά που περάσαμε μαζί;
Το
ξέρω, λατρεία μου, έχεις γεράσει κι έχεις
κουραστεί, με δυσκολία πιάνεις πλέον
τα ογδόντα χιλιόμετρα, το πίσω διαφορικό
είναι έτοιμο να σε αφήσει, τα όργανά σου
δεν δείχνουν όπως δείχναν παλιότερα,
το καλοριφέρ σου θέλει ειδική μετατροπή
για να βγάλει κρύο ή ζέστη. Εγώ όμως
πάντα εσένα θα αγαπώ. Κι ας μου έμενε το
μπαλάκι του λεβιέ ταχυτήτων στο χέρι,
ή που πρέπει πάντα να βγαίνω από την
δεξιά σου πόρτα, ή που για να κλείσω το
αριστερό τζάμι πρέπει να το σπρώξω πίσω
από τον καπλαμά, ή ακόμα που πρέπει να
φάω τα δάχτυλά μου για να ανοίξω το
πορτ-μπαγκάζ σου που δεν έχει χερούλι...
Δεν
πειράζει, σε έχω μάθει πια. Για την
ακρίβεια, όλα αυτά μου λείπουν όταν δεν
σ' έχω κοντά μου. Πες με μαζοχιστή, αλλά
μου αρέσει όταν μας περνάνε δικάβαλα
παπάκια στην Εθνική, όταν σου βάζω ένα
μπουκάλι λάδι την εβδομάδα, όταν σου
αλλάζω τουλάχιστον δύο φώτα το μήνα,
όταν με ένα πεντοχίλιαρο(*) βενζίνα
κάνω-δεν κάνω Ομόνοια – Πασαλιμάνι
allez-retour. Τέτοιο σεξ ούτε οι πορνοστάρ
δεν κάνουν, να μουγκρίζεις από ηδονή
όταν με ευνοϊκό άνεμο πιάνεις τα εκατό
και να χτυπιέμαι στο τιμόνι γεμάτος
ιδρώτα(**) όταν σε παρκάρω. Θυμάσαι εκείνο
το βράδυ που σε σταμάτησα μισό μέτρο
πίσω από άλλο αυτοκίνητο με τις ταχύτητες,
γιατί είχαν σπάσει τα φρένα σου; Ποιο
άλλο ζευγάρι θα σταμάταγε έτσι στη
Συγγρού τρέχοντας με ογδόντα;
Μωρό
μου, εμείς οι δυο έχουμε ζήσει στην κόψη
του ξυραφιού και του κινδύνου. Θυμάσαι
τότε που το χειρόφρενο έκανε ορθή γωνία
με το πάτωμα;
(*)
5.000 δραχμές, περίπου 15 ευρώ με την σημερινή
ισοτιμία.
(**)
και εξαιτίας αυτού να θολώνουν τα τζάμια!
Και
εκεί, έτσι απότομα, το κείμενο τελειώνει.
Είναι γραμμένο πάνω σε ένα κιτρινισμένο
χαρτί σημειώσεων της Ιονικής Τράπεζας με στυλό. Τα τηλέφωνα της τράπεζας πάνω
στο χαρτί είναι επταψήφια. Το είχα γράψει
ένα σκοτεινό απόγευμα του 1995 ή 1996, μέσα
στο αμάξι του πατέρα μου, περιμένοντάς
τον να τελειώσει κάποια δουλειά στο
Σχηματάρι. Το κείμενο έχει ελάχιστες
διορθώσεις, λες και το μυαλό μου το
υπαγόρευε έτοιμο. Όλα
τα γεγονότα που αναφέρονται σε αυτό
είναι πραγματικά.
Πριν
μερικά χρόνια ο Άγγελος, που τυχαίνει να είναι μέλος του Ελληνικού
συλλόγου Lada Niva, μου ζήτησε το κείμενο
για να το αναδημοσιεύσει στο εκεί forum.
Σήμερα, ο Παύλος πόσταρε στο
Facebook αυτό το πολύ αστείο (ιδίως για μένα)
video. Και το θυμήθηκα. Το ψάξαμε με την γυναίκα
μου (που επανειλημμένα μου έχει πει οτι
το ζηλεύει) σε όλο το σπίτι. Το δημοσιεύω
εδώ γιατί μετά από όλα αυτά αισθάνομαι
πως απλά πρέπει.
No comments:
Post a Comment